-
1 νάρκη
η1) спячка; дремота;χειμέριος νάρκη των ζώων — зимняя спячка животных;
μ' έπιασε (μιά) νάρκη — меня одолела дремота;
2) зоол, электрический скат;3) воен, мина;μαγνητική νάρκη — магнитная мина;
πεδίον νάρκών — минное поле;
φράγμα από νάρκες — минное заграждение;
νάρκη φραγμού — мина заграждения;
τοποθετώ νάρκες — минировать
-
2 εἰλέω 1
εἰλέω 1.Grammatical information: v.Meaning: `press together, draw together, fence in' (Hom.)Other forms: Ep. Delph. also εἴλομαι in εἰλόμενος, εἰλέσθω(ν), Dor. El. Ϝηλέω, Att. sometimes ἴλλω, εἴλλω (cf. below), aor. ἔλσαι, ἐέλσαι (Ep.), med.-pass. ἀλήμεναι, ἀλῆναι, ἀλείς, perf. med. ἔελμαι, - μένος (Ep.), perfect preterite ἐόλει? (Pi., s. below); from there the new εἰλῆσαι, εἰλήσω, εἴλημαι, εἰλήθην (Ion. Hell.)Compounds: With prefix ἀπ(ο-), e. g. ἀπο-Ϝηλέω (El.), ἐξ-, e. g. ἐγ-Ϝηληθίωντι (Her.) = ἐξ-ειληθῶσι, κατ(α)-, e. g. κατα-Ϝελμένος (Cret.), προσ- ( προτι-), συν-ειλέω, -( ε)ίλλω etc. with diff. shades of meaning.Derivatives: Of the derivatives most have become formally and semantically independent: ἁλής, ἀολλής, ἐξουλή, ἴλη ( εἴλη), οὑλαμός (s. vv.). Further: βήλημα κώλυμα, φράγμα ἐν ποταμῳ̃ H.; i. e. Ϝήλημα, Mess. ἤλημα, κατ-, συν-είλησις `pressing together, what is pressed' or `what is drawn together' (Epicur. or Ael.), εἰληθμός ( εἰδ- cod.) συστροφή, φυγή H., προσείλημα ( κεφαλῆς) `turban' (Kreon Hist.; to 2?). From (Ϝ)ίλλω prob. Ϝιλσιιος gen. `adversity' (Pamphyl. IVa); unclear ἰλλάς `pressed together (?)' (S. Fr. 70, E. Fr. 837), cf. on 2. εἰλέω; lengthened ἰλλίζει, s. ib. S. also on εἶλαρ.Origin: IE [Indo-European] [1138] *u̯el- `press together'Etymology: As the basis of εἰλέω, Ϝηλέω, to which belongs also ἀπελλεῖν (?, cod. - ειν) ἀποκλείειν H. (Aeol.), one may posit a nasal present *Ϝελ-νέω, which may be a variant of εἴλω \< *Ϝέλ-νω (Schwyzer 720; cf. also 693 w. n. 11, Chantr. Gramm. hom. 1, 130). Beside it there is a reduplicated ἴλλω \< *Ϝί-Ϝλ-ω (mostly to 2., like ἰλλόμενος A. R. 2, 27, s. on 2.). (For εἴλλω vowelprothesis was assumed \< *ἐ-Ϝέλ-νω ( ἐ-Ϝέλ-ιω?; so Solmsen, s. below) which is now no longer possible, if not simply through (graphical) influence of εἰλέω. - The non-present forms were oirginally, as is to be expected, primary: aor. (Ϝ)έλ-σαι, perf. *(Ϝ)έ-(Ϝ)ολα in ἐόλει `(op)pressed' (Pi. P. 4, 233; coni. Boeckh)?, med. with secondary full grade (Ϝ)έ-(Ϝ)ελ-μαι, intr. aor. with zero grade (Ϝ)αλῆ-ναι; these forms were replaced by the innovations εἰλῆσαι etc. From the many IE words with an element u̯el-, only some Balto-Slavic formations can be considered as cognates of 1. εἰλέω. Thus Russ. válom `in mass', the instrumental of a noun * valъ (IE *u̯ōlos) with many derivatives, e. g. zavál `stoppage, blocking' (cf. Ϝήλημα); on the maning cf. esp. (Ϝ)άλις. An other instrumental in OCS Russ. velьmí `μεγάλως, very', from * velь (IE *u̯eli-). From Baltic: Lith. su-valýti `collect (grain), reap (together)'; further perh. Lith. veliù, vélti (with Russ. valjátь) `to full'; but see also on 2. εἰλέω. It is not always possible to distinguish εἰλέω `press (together)' and εἰλέω `wind'. - On the group see Solmsen Unt. 224ff., 285ff.; s. also Burdach NJbb. 49, 254ff.Page in Frisk: 1,456-457Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εἰλέω 1
См. также в других словарях:
φράγμα — το, ΝΜΑ, και φάργμα και φάρχμα Α φράχτης, περίφραξη νεοελλ. 1. φραγμός, εμπόδιο 2. κατασκευή για παρεμπόδιση τής ροής τού νερού, για μεταβολή τού ρου ρεόντων υδάτων ή για τη δημιουργία ταμιευτήρων, υδροφράκτης, υδατοφράκτης 3. φρ. α) «φράγμα… … Dictionary of Greek
φράγμα — το, ατος 1. καθετί που φράζει, φράχτης, φραγή, φραγμός. 2. (φυσ.), σύνολο από πυκνές, λεπτές, παράλληλες, ευθείες χαραγές σε γυάλινο ή μεταλλικό κάτοπτρο, που απέχουν το ίδιο μεταξύ τους και που δημιουργούν περίθλαση του φωτός. 3. τεχνικό έργο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουστικό φράγμα — Ομάδα αντικειμένων, π.χ. ράβδοι ίσου μεγέθους, που είναι τοποθετημένα στη σειρά κατά τέτοιο τρόπο ώστε η απόσταση μεταξύ τους να είναι σταθερή. Το α.φ. έχει ανάλογες ιδιότητες με το οπτικό φράγμα περίθλασης. Όταν ένα ηχητικό κύμα πέσει πάνω στο… … Dictionary of Greek
Καστρακίου, φράγμα — Υδροηλεκτρικός σταθμός της ΔΕΗ στον Αχελώο, λίγο βορειότερα του σταθμού των Κρεμαστών. Η τεχνητή λίμνη, που σχηματίστηκε με φράγμα ύψους 95 μ. και όγκου περίπου 5.000.000 κ.μ., κινεί τους υδροστρόβιλους. Το έργο κατασκευάστηκε από Έλληνες… … Dictionary of Greek
Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… … Dictionary of Greek
καλαμωτός — ή, ό (Μ καλαμωτός, ή, όν) [καλαμώ] νεοελλ. 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμια, ο καλαμένιος («καλαμωτή καλύβα») 2. το θηλ. ως ουσ. η καλαμωτή α) πλέγμα από καλάμια, το οποίο περιβάλλει, περιζώνει κάτι β) καλαμένιος φράκτης κήπων που… … Dictionary of Greek
ζεύγμα — το (AM ζεῡγμα) [ζεύγνυμι] κάθε τι που χρησιμοποιείται για ζεύξη, για σύνδεση, δεσμός, σύνδεσμος 2. φρ. α) «ζεύγμα λιμένος» φράγμα από πλοία που φράζουν την είσοδο τού λιμανιού με το οποίο αποκλείεται η είσοδος ή η έξοδος β) «ζεύγμα ποταμού»… … Dictionary of Greek
Σαμόα — Συκρότημα νησιών της Ωκεανίας στο Νότιο Ειρηνικό Ωκεανό.Tο κράτος των Δυτικών Σαμόα (οι Aνατολικές ανήκουν στις Hνωμένες Πολιτείες) έχει επιφάνεια 2.944 τ.χλμ. O πληθυσμός είναι περίπου 178. 631 και από όλες τις μικρές αποικίες της Ωκεανίας είναι … Dictionary of Greek
βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… … Dictionary of Greek
Κονγκός — (Congο). Ποταμός (4.380 χλμ.) της Αφρικής, ο δεύτερος σε μήκος της αφρικανικής ηπείρου, μετά τον Νείλο, και ο δεύτερος στον κόσμο, μετά τον Αμαζόνιο, σε λεκάνη απορροής (3.690.000 τ. χλμ.) και σε παροχή νερού (75.000 κ.μ./δευτ. στις εκβολές).… … Dictionary of Greek
Κινεζική θάλασσα — Θαλάσσια λεκάνη (3.619.000 τ. χλμ.), τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, η οποία εκτείνεται μεταξύ των νοτιοανατολικών και των ανατολικών ακτών της Ασίας, από την Ιαπωνία έως το ανατολικό άκρο του Βόρνεο και το νότιο άκρο της Μαλαϊκής χερσονήσου. Το… … Dictionary of Greek